χάρις — I Θεότητα της χάρης στους αρχαίους Έλληνες, που συμβόλιζε τη χαρά κάθε τέρψης. Ο Όμηρος αναφέρει πολλές θεές με το ίδιο όνομα, από τις οποίες μία, σύζυγο του Hφαίστου και μια άλλη, που ήθελε να την παντρέψει η Ήρα με τον Ύπνο. II Αγία της Ανατ.… … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
πολύχαρις — άριτος, ὁ, ἡ, Α πολύ ευγνώμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χαρις (< χάρις, ιτος «χάρη, ευγνωμοσύνη»), πρβλ. ά χαρις] … Dictionary of Greek
λιμνόχαρις — (I) και λιμνοχαρίς, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιμνοχαριτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnocharis < limno < λίμνη) + charis (< χάρις)]. (II) λιμνόχαρις, άριτος, ὁ (Α) η ομορφιά, η… … Dictionary of Greek
Charis — CHARIS, ĭtis, Gr. Χάρις, ιτος, Vulcans Gemahlinn, welche eigentlich mit ihrem Namen also geheißen haben soll, da sonst derselbe nur so viel, als eine von den Chariten oder Gratien, bemerket. Pausan. Bœot. c. 35. p. 595 … Gründliches mythologisches Lexikon
μυριοχάριτες — μυριοχάριτες, οἱ (Μ) πολλές χάρες, πολλές ομορφιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χάρις, ιτος] … Dictionary of Greek
υδροχαριτοειδή — τα, Ν βοτ. παλαιότερος όρος για την τάξη φυτών υδροχαριτώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χάρις, ιτος + είδος] … Dictionary of Greek
υδροχαριτώδη — και υδροχαρώδη, τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει την οικογένεια υδροχαριτίδες, φυτών υδρόβιων τών γλυκών και αλμυρών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrocharitales (< υδρ[ο] * + χάρις, ιτος)] … Dictionary of Greek
φοβεροχάριτος — ον, ΜΑ εκκλ. (για τον σταυρό) αυτός που παρέχει βοήθεια προκαλώντας ταυτόχρονα δέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + χάριτος (< χάρις, ιτος), πρβλ. εὐ χάριτος) … Dictionary of Greek
χάριτος — ίτη, ον, Α ευπρόσδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος, η, ον. Πρόκειται για σπάνιο τ., ο οποίος απαντά κυρίως ως β συνθετικό (πρβλ. ἀ χάριτος, εὐ χάριτος)] … Dictionary of Greek
χαριδότης — και χαριτοδότης και χαροδότης, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου, τού Ερμού και τού Διός) αυτός που δίνει χαρά, χαριδώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, ὀλβο δότης] … Dictionary of Greek