χάρις,-ιτος

χάρις,-ιτος
+ N 3 26-12-5-37-84=164 Gn 6,8; 18,3; 30,27; 32,6; 33,8
grace, favour, kindness (often of the Lord’s kindness received gratuitously) Gn 6,8 (frequently rendition of חן); gracious-ness, attractiveness Eccl 10,12; grace, beauty, elegance Sir 7,19; gratitude 3 Mc 5,20
χάριν τίνος why?, wherefore? 2 Chr 7,21; ἐποίησεν ἡμᾶς ἐν χάριτι ἐνώπιον τῶν βασιλέων Περσῶν he brought us into favour with the kings of the Persians 1 Ezr 8,77; εὗρον χάριν ἐναντίον σου I found favour with you, you were kind to me Gn 18,3
Cf. DODD 1954, 61; LARCHER 1983, 293-294; MONTGOMERY 1939, 97-102; SPICQ 1978a, 960-966;
WEVERS 1993, 80; ZELLER 1990, 26-32; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χάρις — I Θεότητα της χάρης στους αρχαίους Έλληνες, που συμβόλιζε τη χαρά κάθε τέρψης. Ο Όμηρος αναφέρει πολλές θεές με το ίδιο όνομα, από τις οποίες μία, σύζυγο του Hφαίστου και μια άλλη, που ήθελε να την παντρέψει η Ήρα με τον Ύπνο. II Αγία της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

  • πολύχαρις — άριτος, ὁ, ἡ, Α πολύ ευγνώμονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χαρις (< χάρις, ιτος «χάρη, ευγνωμοσύνη»), πρβλ. ά χαρις] …   Dictionary of Greek

  • λιμνόχαρις — (I) και λιμνοχαρίς, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λιμνοχαριτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. limnocharis < limno < λίμνη) + charis (< χάρις)]. (II) λιμνόχαρις, άριτος, ὁ (Α) η ομορφιά, η… …   Dictionary of Greek

  • Charis — CHARIS, ĭtis, Gr. Χάρις, ιτος, Vulcans Gemahlinn, welche eigentlich mit ihrem Namen also geheißen haben soll, da sonst derselbe nur so viel, als eine von den Chariten oder Gratien, bemerket. Pausan. Bœot. c. 35. p. 595 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • μυριοχάριτες — μυριοχάριτες, οἱ (Μ) πολλές χάρες, πολλές ομορφιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χάρις, ιτος] …   Dictionary of Greek

  • υδροχαριτοειδή — τα, Ν βοτ. παλαιότερος όρος για την τάξη φυτών υδροχαριτώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + χάρις, ιτος + είδος] …   Dictionary of Greek

  • υδροχαριτώδη — και υδροχαρώδη, τα, Ν βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που περιλαμβάνει την οικογένεια υδροχαριτίδες, φυτών υδρόβιων τών γλυκών και αλμυρών νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hydrocharitales (< υδρ[ο] * + χάρις, ιτος)] …   Dictionary of Greek

  • φοβεροχάριτος — ον, ΜΑ εκκλ. (για τον σταυρό) αυτός που παρέχει βοήθεια προκαλώντας ταυτόχρονα δέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + χάριτος (< χάρις, ιτος), πρβλ. εὐ χάριτος) …   Dictionary of Greek

  • χάριτος — ίτη, ον, Α ευπρόσδεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε ος, η, ον. Πρόκειται για σπάνιο τ., ο οποίος απαντά κυρίως ως β συνθετικό (πρβλ. ἀ χάριτος, εὐ χάριτος)] …   Dictionary of Greek

  • χαριδότης — και χαριτοδότης και χαροδότης, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διονύσου, τού Ερμού και τού Διός) αυτός που δίνει χαρά, χαριδώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. μισθο δότης, ὀλβο δότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”